Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν

См. также в других словарях:

  • καρβάτινος — καρβάτινος, ίνη, ον (Α) 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού 2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»